- ἐνεικονίζεσθαι
- ἐνεικονίζωimpart form topres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενεικονίζω — ἐνεικονίζω (Α) 1. δίνω μορφή σε κάτι («ἐνεικονίζειν τάς ἀμόρφους ὕλας») 2. παθ. περιέχομαι σε μεταφορική ή συμβολική έκφραση 3. φαντάζομαι κάτι ως εικόνα, ως αντανάκλαση («δεῑ τοὺς ἑαυτῶν [λόγους] ἐνεικονίζεσθαι τοῑς ἑτέρων», Πλούτ.) 4. μέσ.… … Dictionary of Greek